Τετάρτη 28 Μαΐου 2008

Η παθολογία του συστήματος της ελεύθερης αγοράς

Σήμερα, λίγο πριν από τη συμπλήρωση του πρώτου εξαμήνου του 2008, βρισκόμαστε μπροστά σε μια φαινομενικά παράδοξη εικόνα: Η Οικονομία της Ελεύθερης Αγοράς, η οποία έχει θεοποιηθεί από τις κυβερνήσεις και τους οικονομολόγους των ανεπτυγμένων χωρών και έχει πλέον παγκοσμιοποιηθεί, δείχνει ανήμπορη να αυτορυθμισθεί και πολύ περισσότερο ανίκανη να εξασφαλίσει την ευημερία που ευαγγελίζεται. Τι συμβαίνει άραγε; Αποτελεί η σημερινή κατάσταση μια παρένθεση που οφείλεται σε κακή συγκυρία ή αποτελεί τη συνέπεια των αδυναμιών του οικονομικού συστήματος;

Προσωπικά, δεν έχω αμφιβολία ότι το παγκοσμιοποιημένο καπιταλιστικό σύστημα είναι υπερτιμημένο και παρουσιάζει δομικά προβλήματα, τα οποία το οδηγούν σε μεγάλα αδιέξοδα.

Ενδεικτικά:

• Οι αγορές αξιών και παραγώγων, που αποτελούν συστατικά στοιχεία του συστήματος και αναμφίβολα διευκολύνουν την ανάπτυξη της οικονομικής δραστηριότητας, ευνοούν ταυτόχρονα την κερδοσκοπία και μέσω αυτής τη μεγέθυνση των διακυμάνσεων των αγορών και τη σημαντική άνοδο των τιμών των εμπορευμάτων. Δεν είναι υπερβολή να ισχυρισθεί κανείς ότι οι σημερινές τιμές του πετρελαίου και των τροφίμων θα ήταν ίσως και 20% χαμηλότερες, αν δεν είχαν «βομβαρδισθεί» με υπερβάλλουσα ζήτηση κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Η χαλιναγώγηση, όμως, των δραστηριοτήτων των γιγαντιαίων funds τα οποία λειτουργούν στις αγορές αυτές, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Η διαμόρφωση αρχών που θα είναι υποχρεωτικά αποδεκτές σε παγκόσμια κλίμακα, θα ήταν ένα θετικό βήμα. Όμως, θα χρειαστεί αρκετός χρόνος για να βρεθεί η χρυσή τομή ανάμεσα στον περιορισμό της ελευθερίας τους (που δεν προτείνεται) και στον περιορισμό της ασυδοσίας τους (που είναι επιβεβλημένη).

• Η συγκέντρωση της οικονομικής δραστηριότητας, η οποία συνεχίζεται με αμείωτο ρυθμό, οδηγεί στη διαμόρφωση ολιγοπωλιακών καταστάσεων, περιορίζοντας την ελευθερία επιλογών για τους καταναλωτές. Η κατάσταση αυτή είναι ανησυχητική σε παγκόσμιο επίπεδο και γίνεται ακόμη χειρότερη στα πλαίσια των οικονομιών των επιμέρους χωρών. Για παράδειγμα, πόσες τραπεζικές μονάδες διαχειρίζονται το συντριπτικό όγκο των τραπεζικών εργασιών στην Ελλάδα; Πόσες είναι οι αντίστοιχες μονάδες στα πετρελαιοειδή, την κινητή τηλεφωνία, τα supermarkets, την ενέργεια, το νερό, την ακτοπλοΐα. Σύμφωνα με την οικονομική θεωρία, στα πλαίσια της ελεύθερης αγοράς, οι καταναλωτές έχουν την ευχέρεια επιλογής και έτσι επιβραβεύουν τις αποτελεσματικές οικονομικές μονάδες, αποβάλλοντας ταυτόχρονα εκείνες που ζητούν αδικαιολόγητα υψηλές τιμές για τα προϊόντα τους. Αυτό βέβαια, δεν ισχύει σε καθεστώς ολιγοπωλίων ή μονοπωλίων. Επομένως, όσο η προαναφερθείσα συγκέντρωση της οικονομικής δραστηριότητας επεκτείνεται, τόσο η αποτελεσματικότητα του συστήματος περιορίζεται, οδηγώντας στη σπατάλη πόρων.

Είναι, πραγματικά, απορίας άξιο το γεγονός ότι οι λάτρεις της «ελεύθερης» αγοράς δέχονται ευχαρίστως τις υπέρμετρες συγχωνεύσεις που περιορίζουν την ελευθερία της. Αλλά μήπως δείχνουν να ανησυχούν και εκείνοι που λόγω αρμοδιότητας χειρίζονται τα θέματα του ανταγωνισμού, στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία κλπ; Είναι δύσκολο να αντιληφθούμε ότι το κέρδος δεν μπορεί να είναι μοναδικό κριτήριο αξιολόγησης των οικονομικών επιλογών; Για παράδειγμα, τι έννοια έχουν για την παγκόσμια κοινότητα τα κέρδη μιας επιχείρησης - δεινοσαύρου, η οποία «τρέφεται» με τις μερίδες εκατοντάδων ή χιλιάδων μικρομεσαίων επιχειρήσεων, τις οποίες εξαφανίζει από τον οικονομικό χάρτη; Μήπως το εξοικονομούμενο κόστος, μέσω των οικονομιών κλίμακας, δεν χρησιμοποιείται για τη μείωση των τιμών αλλά για την αύξηση των κερδών; Με άλλα λόγια, μήπως η βελτίωση της αποτελεσματικότητας των επιχειρήσεων μέσω των συγχωνεύσεων αφορά (από ένα σημείο και μετά) την μειοψηφία, μόνο, της παγκόσμιας κοινότητας;

• Οι επιχειρήσεις, στην προσπάθειά τους να διευρύνουν το περιθώριο κέρδους μέσω συμπίεσης του κόστους, προσπαθούν να περιορίσουν την αμοιβή της εργασίας και το κόστος των υλικών. Έτσι, το πραγματοποιούμενο πλεόνασμα περιέρχεται στον τρίτο συντελεστή παραγωγής, το κεφάλαιο. Την πρακτική αυτή των επιχειρήσεων την υποστηρίζουν οι κυβερνήσεις, για να προσελκύσουν επενδυτικά κεφάλαια, στοχεύοντας στην οικονομική ανάπτυξη. Η τακτική αυτή, όμως, οδηγεί μακροπρόθεσμα στον περιορισμό της κατανάλωσης, αφού μετατοπίζονται εισοδήματα από τους φτωχότερους (των οποίων το σύνολο σχεδόν του εισοδήματος επιστρέφει στην αγορά μέσω της κατανάλωσης) στους πλουσιότερους, των οποίων ένα μεγάλο μέρος του εισοδήματος επενδύεται ή διοχετεύεται στις τράπεζες. Οι τελευταίες, προσπαθώντας να επενδύσουν τα διαθέσιμα κεφάλαιά τους, εξωθούν τα φτωχότερα στρώματα της κοινωνίας να δανειστούν για να χρηματοδοτήσουν την κατανάλωσή τους. Έτσι, τους επιβαρύνουν με τόκους οι οποίοι περιορίζουν ακόμη περισσότερο την αγοραστική τους δύναμη.
Πού θα οδηγήσει αυτό; Αν δεν διακοπεί αυτός ο φαύλος κύκλος, θα ρευστοποιηθούν σιγά-σιγά τα περιουσιακά στοιχεία των οικονομικά ασθενέστερων και θα περάσουν στα χέρια των οικονομικά ισχυρότερων. Η όλη διαδικασία θα καταλήξει στη διαμόρφωση κοινωνιών στις οποίες η πλειονότητα των μελών τους θα κινείται μεταξύ φτώχειας και εξαθλίωσης. Θα αναβιώσει δηλαδή η εποχή των ακτημόνων και των γαιοκτημόνων, απλώς με άλλη μορφή. Επειδή μια τέτοια εξέλιξη είναι ιδιαίτερα αποκρουστική, ελπίζω ότι θα αναπτυχθούν ανασχετικοί μηχανισμοί, τους οποίους όμως δεν βλέπω στον ορίζοντα.

• Ο τρόπος που διεξάγεται η οικονομική δραστηριότητα είναι στην πλειονότητα των περιπτώσεων εχθρικός προς το περιβάλλον. Ειδικότερα, οι επιχειρήσεις αποφεύγουν να επωμίζονται τα κόστη αποκατάστασης των προβλημάτων που προκαλούν σε αυτό με τις παρεμβάσεις τους, διότι τα θεωρούν «μη παραγωγικά». Έτσι, το εμφανιζόμενο κόστος παραγωγής τους είναι πλασματικό, αφού δεν περιλαμβάνεται σε αυτό η δαπάνη αποκατάστασης του περιβάλλοντος. Η ευημερία, επομένως που προκαλεί η «αποτελεσματικότερη» χρήση των συντελεστών παραγωγής με την πιο πάνω πρακτική, οφείλεται απλώς στην επιβάρυνση των επόμενων γενεών, οι οποίες θα αναγκασθούν να αποκαταστήσουν το περιβάλλον, περιστέλλοντας την οικονομική τους δραστηριότητα. Δεν μοιάζει σαν να σπεύδουμε «να φάμε το ψωμί των παιδιών μας»; Δεν αναιρούνται κατά ένα μέρος τα θετικά αποτελέσματα της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς με αυτή την τακτική;

Συμπερασματικά, η οικονομία της ελεύθερης αγοράς, η οποία αναμφίβολα μπορεί να βελτιώσει το επίπεδο της ζωής μας σε μακροπρόθεσμη βάση, σήμερα λειτουργεί με βραχυχρόνια οπτική και με έλλειμμα κανόνων και εποπτείας των αγορών. Αν αυτή η κατάσταση δεν αλλάξει, θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε με έντονες διακυμάνσεις της οικονομικής δραστηριότητας, οι οποίες θα προκαλούν συχνές ανατροπές στο επίπεδο διαβίωσής μας και θα υποθηκεύουν το μέλλον των επόμενων γενεών.

Αρθρογράφος: Μιχάλης Γκλεζάκος