Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2008

Στο χρηματιστήριο μια αλήθεια ισούται με μισό ψέμα...

Το μαρτύριο του χρηματιστηρίου έχει να κάνει με το γεγονός ότι όποιος έχει μετοχές τρέμει μην πέσουν οι τιμές. Όποιος δεν έχει μετοχές και περιμένει να αγοράσει τρέμει μην και ανέβουν οι τιμές.

Αυτό έλεγε όταν ζούσε ο γέρο-Κοστολάνι.

Ένας εγχώριος κερδοσκόπος για τον οποίο έχω ακούσει ότι κουράστηκε και αποτραβήχτηκε σε κάποιο μοναστήρι, όχι για να σώσει τα κέρδη που μάζεψε νωρίς και αποχώρησε το 1999, αλλά πιθανόν τη ψυχή του, έλεγε ότι: «Όποιος δεν έχει χαρτιά όταν οι τιμές πέφτουν, δεν έχει και όταν ανεβαίνουν».

Οι πολλοί νομίζουν ότι το επάγγελμα του κερδοσκόπου είναι μια δουλειά αριστοκρατικής φύσης όπου κάποιο κοφτερό μυαλό επεξεργάζεται στοιχεία και συνθέτει στρατηγικές. Είναι και έτσι. Σε μια αγορά ρηχή όμως σαν την ελληνική τα όρια μεταξύ κερδοσκοπίας και χειραγώγησης είναι δυσδιάκριτα.

Όταν μάλιστα ακούν για την τάδε ή τη δείνα έξυπνη ιδέα που οδήγησε ένα κερδοσκόπο να αρπάξει μια ευκαιρία από τα μαλλιά άπαντες μένουν έκθαμβοι. Αυτό συμβαίνει γιατί ακούν τη μισή αλήθεια. Για την ακρίβεια το ένα δέκατο της αλήθειας.

Έτσι είχα μείνει και ο ίδιος κάποτε έκθαμβος όταν φημισμένος κερδοσκόπος της παλιάς φρουράς της Σοφοκλέους διηγιόταν σε μια ομήγυρη πως μυρίστηκε το τέλος ενός ράλι σε μια μετοχή το οποίο καθοδηγούσαν οι βασικοί μέτοχοι, και μεθόδευσε την εξής απίθανη ιστορία προκειμένου να πουλήσει πρώτος και να αποχωρήσει με παχυλά κέρδη.

Έπεισε κάποιον φίλο του θεσμικό διαχειριστή να εμφανιστεί στους βασικούς μετόχους που χειραγωγούσαν τη μετοχή και να τους προτείνει ότι θέλει να αγοράσει μια μεγάλη ποσότητα από την υπερτιμημένη μετοχή για το χαρτοφυλάκιο που διαχειριζόταν, αφού του εξασφάλιζαν ένα καλό ποσοστό έκπτωσης σαν προσωπική προμήθεια.

Οι βασικοί μέτοχοι «τσίμπησαν», γιατί υπολόγιζαν να διορθώσουν την τιμή για να βρουν αγοραστές και εκεί να ξεφορτώσουν. Με την πρόταση του θεσμικού τα κέρδη ήταν πολύ περισσότερα. Αυτοί πόνταραν στην απληστία κάποιων για να κερδίσουν, αλλά δεν ήταν σε θέση να ελέγξουν τη δική τους απληστία.

Όσο κράταγαν οι διαπραγματεύσεις, φρόντιζαν να μην πέσει η τιμή αναλαμβάνοντας το κόστος της συντήρησης, μέσω των περίφημων τότε τριγωνικών συναλλαγών.

Ο κερδοσκόπος που είχε ένα 2-3% τη μετοχής σε διάφορους κωδικούς ξεκίνησε από την πρώτη μέρα να πουλάει. Κάθε μέρα διπλασίαζε την ποσότητα των μετοχών που πωλούσε, φροντίζοντας να έχει εντολές και από πάνω και από κάτω από το εύρος τιμών που σκόπευε να πουλήσει.

Το κόστος συντήρησης της τιμής της μετοχής για τους βασικούς μετόχους ενώ στην αρχή δεν φάνηκε εμπόδιο. Η συνεχής αύξηση του όγκου που έβγαινε για πωλήσεις κάποια στιγμή άρχισε να τους προβληματίζει. Καθώς όμως άθροιζαν τα ποσά που είχαν ξοδέψει τις προηγούμενες συνεδριάσεις έκριναν ότι άξιζε τον κόπο να επιμείνουν.

Κάθε μέρα όμως βυθίζονταν όλο και πιο βαθιά στην κινούμενη άμμο.

Στο τέλος, η πρόταση του θεσμικού κατέστη η μοναδική διέξοδος από την οποία θα αποκόμιζαν κέρδη και θα βελτίωναν τους όρους.

Φυσικά τα χρήματα που είχαν ξοδέψει ήταν δανεικά από τις χρηματιστηριακές που συντόνιζαν τις κινήσεις. Όταν κερδοσκόπος πούλησε και το τελευταίο χαρτί, ο θεσμικός υπαναχώρησε λέγοντας ότι το συμβούλιο δεν εγκρίνει τη συναλλαγή η μετοχή κατέρρευσε. Οι βασικοί μέτοχοι έκλαιγαν μαύρο δάκρυ καθώς πήγαν για μαλλί και βγήκαν κουρεμένοι.

Στο τέλος της ιστορίας, όταν οι περισσότεροι είχαν αποχωρήσει από το τραπέζι που ο κερδοσκόπος μας διηγήθηκε τη ιστορία, τον ρώτησαν διακριτικά, πως με τέτοια κόλπα και συνεχώς ψάχνει στα χρηματιστηριακά γραφεία για «αέρα» προκειμένου να στήσει κάποιο καινούργιο κόλπο.

«Διηγούμαστε τα κόλπα που πέτυχαν» μου απάντησε: «για κάθε ένα που πέτυχε υπάρχουν δέκα που απέτυχαν. Ποιος έχει όρεξη να μιλάει γι’ αυτά».

Τα χρηματιστηριακά κέρδη λοιπόν είτε αφορούν τους κερδοσκόπους, είτε τους χειραγωγούς είναι πονεμένα κέρδη.

Επιμένω ότι ο πιο ασφαλής δρόμος για το μέσο επενδυτή είναι αυτός της μακροπρόθεσμης επένδυσης, καθώς τα εύκολα κέρδη δύσκολα διατηρούνται...

Πηγή: http://www.capital.gr/stoupas/Article.aspx?id=641924

Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2008

Καλύτερα ρημάδι, παρά ιδιωτικό

Καλύτερα ρημάδι, παρά ιδιωτικό

Οι κάτοικοι της πόλης εμπιστεύονται το κράτος, όταν πρόκειται για την εκμετάλλευση και ανάπλαση των κοινόχρηστων χώρων, με τα γνωστά φυσικά αποτελέσματα...

Να γίνουμε Ελβετία...

Πάντα ονειρευόμουνα να ζω σ’ ένα μέρος γεμάτο πράσινο, όπου όλα είναι περιποιημένα και καθαρά, με λίγα λόγια να θυμίζει περιοχή της Βαυαρίας ή πόλη της Ελβετίας. Αντ’ αυτού, ζω σε μια πόλη που δεν έχει καθόλου πράσινο, εκτός από κάποια δέντρα στα πεζοδρόμια και τους κήπους όσων τυχερών έχουν ακόμη μονοκατοικίες. Α, ναι, και φυτά στα μπαλκόνια. Όταν λέω ότι δεν έχει καθόλου πράσινο, δεν υπερβάλλω. Ούτε χώρο, για να βγάλεις το σκύλο βόλτα, δεν έχει. Κατανοώ, λοιπόν, πλήρως την ανάγκη για αναβάθμιση του τρόπου ζωής και φυσικά την αναγκαιότητα για πράσινο. Το συγκεκριμένο αίτημα, που συνδυάζει περισσότερο πράσινο και γενικά μια ποιοτικότερη ζωή, είναι πιθανόν η μοναδική δράση των φιλήσυχων κατοίκων, που, όμως, θέλουν και μπορούν να διεκδικήσουν δυναμικά το δικαίωμα να ζουν σε μια καλύτερη πόλη. Αντιδρούν, λοιπόν, σε κάθε κίνηση που περιορίζει τους ελεύθερους χώρους και με σύμμαχο την "ασ’ το γι’ αύριο" Ελληνική δικαιοσύνη, δε δυσκολεύονται συνήθως να το πετύχουν.

Παρατηρώντας, όμως, λίγο καλύτερα την πόλη στην οποία κατοικώ, διαπιστώνω ότι ελεύθεροι χώροι υπάρχουν. Έστω περιμετρικά του κέντρου ή στα σύνορα με άλλους δήμους. Μάλιστα πρόκειται για περιοχές - φιλέτα. Στην περίπτωση της δικής μου πόλης βρίσκονται και δίπλα στη θάλασσα. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι εδώ και δεκαετίες παραμένουν "ελεύθεροι", χωρίς ίχνος πρασίνου, στο έλεος όσων επιθυμούν να ξεφορτωθούν τα σκουπίδια τους ή να τους καταπατήσουν και ουσιαστικά χωρίς να είναι δυνατόν να τους εκμεταλλευτούν οι κάτοικοι της περιοχής.

Vs

Παντού διαπλοκή...

Όταν ένα ανάλογο κομμάτι ελεύθερου χώρου της περιοχής δόθηκε πριν από μερικά χρόνια προς εκμετάλλευση σε ιδιώτες, οι κάτοικοι ξεσηκώθηκαν! Θεώρησαν ότι ο ιδιώτης θα τους χρεώνει, για να επισκέπτονται το μέρος που ανήκε μέχρι τότε στο δήμο τους. Ένα κομμάτι, όμως, που δεν επισκεπτόταν ούτως η άλλως ποτέ, γιατί εκτελούσε χρέη σκουπιδότοπου και μάλιστα περιφραγμένου. Μετά από χρόνιες διαμάχες, το κομμάτι αυτό "ιδιωτικοποιήθηκε" και είναι ίσως το μοναδικό μέρος που μπορεί κανείς σήμερα να κάνει περίπατο. Φυσικά δωρεάν. Αν θέλει, μπορεί να αφήσει χρήματα στην επιχείρηση του ιδιώτη. Πριν δεν είχε ούτε πλανόδιο ν’ αγοράσει πασατέμπο. "Το αίσθημα της ΄ελευθερίας΄, όμως, ότι δεν ανήκε σε κανέναν ιδιώτη, είναι αναντικατάστατο" θα πουν μερικοί...

Η αγωνιστικότητα των κατοίκων εξαντλείται συνήθως, στην προαναφερθείσα πρόταση. Αν κάποιος τολμήσει να σκεφθεί πώς θα εκμεταλλευτεί ένα "έρημο" μέρος, τότε η οργή περισσεύει. Τότε όλοι θυμούνται τις περιβαλλοντικές μελέτες και το σωστό σχεδιασμό. Ανακαλύπτουν διαπλοκή και σκοτεινά συμφέροντα που θέλουν να "τσιμεντοποιήσουν" την πόλη τους. Μια πόλη - ρημαγμένη από την αδιαφορία που ούτως ή άλλως ήταν τόσο άσχημη που χειρότερα δεν μπορούσε να καταντήσει. Δεν αντιλέγω ότι χρειάζεται να ενημερώνεται και να αντιδρά ο κόσμος, όπου ανακαλύπτει ότι δε γίνονται κινήσεις προς τη σωστή κατεύθυνση. Στη χώρα μας, όμως, έγινε αυτοσκοπός. Πριν, που ο Δήμος ή όποιος άλλος κατά περίπτωση ήταν αρμόδιος για τη συντήρηση και προστασία του χώρου, δεν υπήρχαν ούτε σχέδια, ούτε ανάπτυξη, ούτε πρόσβαση για το κοινό. Κανείς, όμως, δεν ενοχλείται και κανείς δεν αποφασίζει να ζητήσει τα ρέστα από τους τοπικούς ή άλλους άρχοντες που για χρόνια παραμελούν να κάνουν το αυτονόητο...

Αρθρογράφος: Σταμάτης Ζαχαρός