Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2008

Τι σόι καπιταλισμός είναι αυτός;

Πριν το πακέτο Paulson η Citibank ήταν μία τράπεζα έτοιμη να καταβροχθίσει οποιαδήποτε άλλη. Σήμερα ζητάει μέρος του πακέτου των χρημάτων των Αμερικανών φορολογουμένων...

Μέσα σε λίγες εβδομάδες περάσαμε από τον καπιταλισμό της αγοράς σε ένα άλλο είδος καπιταλισμού που έχει έντονο το άρωμα της Σοβιετίας. Οι πανίσχυρες ιδιωτικές εταιρείες εμφανίζονται ως ικέτες σε γεύμα της κοινωνικής πρόνοιας, διεκδικώντας συμμετοχή του κοινωνικού συνόλου στις ζημίες τους!

Ας πούμε ότι οι τράπεζες κέρδιζαν εκατομμύρια ευρώ από τα τοξικά προϊόντα. Θα μας είχαν βάλει συμμέτοχους στα κέρδη τους; Ασφαλώς και όχι! Στις ζημιές, όμως, θέλουν τα χρήματα του κοινωνικού συνόλου. Κι όπως πάει το πράγμα σε λίγο όλες οι επιχειρήσεις θα ζητούν το αυτονόητο: Κρατική ενίσχυση για να συνεχίσουν απρόσκοπτα τη λειτουργία τους.

Όταν η ελληνική κυβέρνηση επιχείρησε να στηρίξει τον κ. Λαναρά, η Ευρωπαϊκή Ένωση είπε όχι. Και πολύ σωστά, κατά την άποψή μας. Αλλά τώρα, ο κ. Λαναράς θα είναι απόλυτα δικαιολογημένος αν αρχίσει να διαμαρτύρεται! Γιατί η δική του ενίσχυση είναι «παράνομη» και είναι νόμιμη η στήριξη τόσων και τόσων άλλων από άκρο σε άκρο της Ευρώπης;

Όταν απορρίφθηκε αρχικά το σχέδιο Paulson τα είχα βάψει κι εγώ «μαύρα», παρασυρόμενος από την αντίδραση των αγορών. Έκανα λάθος! Τα μεγάλα προβλήματα άρχισαν μετά από την υλοποίηση του πακέτου! Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τώρα ζητούν χρήματα στην Αμερική οι αυτοκινητοβιομηχανίες. Αύριο οι φαρμακοβιομηχανίες και πάει λέγοντας!

Οι μνήμες του 1929 μπορούν να οδηγήσουν κάποιους στο συμπέρασμα ότι η επέμβαση των κρατών ήταν επιβεβλημένη. Το πρόβλημα είναι ότι η επέμβαση, όπως έχει γίνει, έχει οδηγήσει σε ένα μεγάλο παράδοξο: Όλοι θέλουν καπιταλισμό με τα λεφτά των άλλων! Ακόμη κι αν κάποιος δεν έχει πρόβλημα, θα είναι παράλογο να μην εκμεταλλευτεί την ευκαιρία, όταν το ίδιο θα κάνει ο ανταγωνιστής του.

Δεν έχω τη λύση στο πρόβλημα. Μία επισήμανση κάνω, ότι τα πακέτα πολλαπλασίασαν τις... υποψήφιες για πτώχευση εταιρείες και μία παραδοχή λαθεμένης θέσης για την αναγκαιότητα αποδοχής αυτών των μέτρων.

Κάποιος θα πει ότι τώρα κάνουμε «αντιπολίτευση» εκ του ασφαλούς. Ότι μετά τη σωτηρία του συστήματος από τα κράτη, επιστρέφουμε σε μία αντικρατική ρητορική με εξασφαλισμένα τα... νώτα μας. Έστω ότι είναι έτσι. Μπορεί κάποιος οπαδός του κρατισμού να μας περιγράψει πώς θα είναι ο κόσμος μας σε ένα χρόνο από σήμερα; Θα λειτουργούν οι πολυεθνικές με χρήματα των φορολογουμένων, οι οποίοι την ίδια στιγμή θα αμείβονται με μισθούς πείνας και με την απειλή της... επιδείνωσης της κρίσης να τρώει κι άλλο το εισόδημά τους; Τι σόι καπιταλισμός είναι αυτός;

Χτες, σε συζήτηση που διοργανώθηκε από το Ελληνοβρετανικό επιμελητήριο, οι υπέρμαχοι της σοσιαλδημοκρατίας κ.κ. Παπαντωνίου και Στουρνάρας τάχτηκαν υπέρ της δημιουργίας πανίσχυρων εποπτικών μηχανισμών. Κι άλλοι μηχανισμοί; Αυτή είναι η πρόταση; Να δίνουν οι φορολογούμενοι τα λεφτά τους να λειτουργούν οι επιχειρήσεις και όλα να κρίνονται από πανίσχυρους επόπτες; Μα, λείπει σήμερα η εποπτεία; Το πιστεύει αυτό κανείς στα σοβαρά; Μήπως η FED δεν ήταν εδώ όταν μεγάλωνε η φούσκα των ενυπόθηκων δανείων; Μήπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν ασκεί εποπτεία; Τι άλλο θέλουν; Να κοιμόμαστε με τις ταυτότητες στο στόμα;

Η κρίση του 1929 επέβαλλε την FED. Αν η κρίση του 2008 μας φέρει ένα παγκόσμιο εποπτικό συμβούλιο, μάλλον θα πρέπει να αρχίσουμε να πονηρευόμαστε για τα πραγματικά αίτια αυτής της κρίσης.

Αρθρογράφος: Θανάσης Μαυρίδης

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2008

Οι Χλιδάνεργοι

Ζουν ανάμεσά μας

Μια γενιά μορφωμένων Ελλήνων που ζουν με τους γονείς τους, βγαίνουν κάθε βράδι, δουλεύουν σποραδικά και για ψίχουλα, ταξιδεύουν, και τσακίζουν Prada, Fendi και LV όπου τα πετύχουν.

Από τον Θοδωρή Γεωργακόπουλο

Η φίλη μου η Μαρία ήρθε και με βρήκε για πρώτη φορά τον περσινό Σεπτέμβριο. Λίγους μήνες νωρίτερα είχε επιστρέψει από την Αγγλία με το μεταπτυχιακό της, μετά είχε πάει τέσσερις μήνες διακοπές (στο Μπαλί, τη Μύκονο και τη Φλωρεντία), και τώρα είχε έρθει μαυρισμένη και έτοιμη να ξεκινήσει την καριέρα της, και μια νέα ζωή.

"Θέλω να μου βρεις δουλειά στην εταιρία σου", μου είπε με τον επιτακτικό τρόπο που λέει τα πάντα. Ήταν 26 χρονών.

Αν και είμαι εντελώς ακατάλληλος για τέτοιου είδους διαμεσολαβήσεις, μισάνθρωπος ων, σεβάστηκα το αίτημα της καλής φίλης, ρώτησα και έμαθα ότι πράγματι, υπήρχε μια ανοιχτή θέση στο διαφημιστικό τμήμα μιας εταιρίας για την οποία είχα κάνει κάποιες μεταφράσεις, προώθησα το βιογραφικό της και, ικανοποιημένος που έκανα το καλό για έναν συνάνθρωπο, το ξέχασα εντελώς.

Μετά από τρεις μέρες η Μαρία με πήρε τηλέφωνο, έξαλλη.

"Υποδοχή διαφήμισης; Η θέση που μου βρήκες είναι για υποδοχή διαφήμισης;"
"Ποιος; Τι; Ποιος είναι;" είπα (με είχε ξυπνήσει).

"Εγώ έχω κάνει μεταπτυχιακό στην Ιστορία της Τέχνης στο Λονδίνο και θα πάω να σηκώνω τηλέφωνα για 600 ευρώ;"

Τι είχε γίνει: Η Μαρία δεν είχε πάει στο ραντεβού. Όταν την πήραν τηλέφωνο για να την καλέσουν έμαθε όσα χρειαζόταν να μάθει, και απέρριψε τη δουλειά μονομιάς.

Η Μαρία, βλέπετε, ανήκει σε μια εντελώς νέα κατηγορία Ελλήνων. Πρόκειται για μια υποκατηγορία της διαβόητης «γενιάς των 700 ευρώ», των νεαρών Ελλήνων, δηλαδή, που έχουν αποκτήσει πολύ καλή μόρφωση, και οι οποίοι βγαίνουν σε μια αγορά εργασίας η οποία δεν τους πολυχρειάζεται, και έτσι δεν μπορεί να τους εξασφαλίσει μισθό αντίστοιχο των σπουδών τους, ή έστω επαρκή για να συντηρηθούν.

Η συγκεκριμένη υποκατηγορία της Μαρίας περιλαμβάνει τους νέους που, αν και δεν βρίσκουν μια καλοπληρωμένη δουλειά, αρνούνται να κάνουν οποιονδήποτε συμβιβασμό στον τρόπο ζωής τους. Μαθημένοι στο χαρτζιλίκι από τους γονείς κατά τη διάρκεια της εφηβείας και των σπουδών, βγαίνοντας στην «αγορά» εξακολουθούν να επιθυμούν να συχνάζουν στα ίδια μαγαζιά, να ψωνίζουν το ίδιο ακριβά προϊόντα, και να κάνουν ακριβώς την ίδια άνετη ζωή που έκαναν πριν.

Είναι οι χλιδάνεργοι, και δεν πρόκειται να θυσιάσουν ούτε την παραμικρή λεπτομέρεια απ' το lifestyle τους. Όσα κι αν τους πληρώνουν.

Σύμφωνα με μια έρευνα των Νέων, 8 στους 10 νεοπροσληφθέντες στην Ελλάδα αμείβονται με λιγότερα από 1000 ευρώ. Σύμφωνα με άλλη έρευνα της Marc για το Έθνος, τo 56% των Ελλήνων ηλικίας 18-30 αμείβεται με λιγότερα από 700 ευρώ το μήνα. Ένας στους δύο νέους είναι άνεργος.

Από τους τριαντάρηδες, μόνο το 29,5% ζουν εντελώς ανεξάρτητοι από τους γονείς. Ένα 31,4% συντηρείται αποκλειστικά από αυτούς. Μπορείτε να συλλάβετε αυτά τα νούμερα;

Αν κάποιος ξένος τα διαβάσει θα συμπεράνει πως είμαστε μια κοινωνία υπό κατάρρευση, όπου οι νέοι δεν μπορούν να παράγουν πλούτο, οπότε τρώνε τον πλούτο που έχει συσσωρεύσει η προηγούμενη γενιά, μέχρι αυτός να τελειώσει, οπότε προφανώς η χώρα μας θα χρεοκοπήσει.

Η ίδια η οικογένεια έχει τις μεγαλύτερες ευθύνες. Σε όλους τους Μεσογειακούς λαούς εμφανίζεται αυτή η απεριόριστη λατρεία για τα παιδιά, η οποία εύκολα παίρνει όχι-και-πολύ-υγιείς διαστάσεις. Οι γονείς ουσιαστικά «πληρώνουν» το παιδί για να μην τους φύγει.

Σε άλλες, βορειότερες χώρες συνηθίζεται να το σουτάρουν (με αγάπη) μόλις τελειώσει το σχολείο, για να τραβήξει το δικό του δρόμο, να κάνει τα δικά του λάθη, να σταθεί στα δικά του πόδια, να μάθει και να ωριμάσει. Εδώ έχουμε περιπτώσεις σαν το Θεσσαλονικιό φίλο μου το Στέλιο, που οι γονείς του υποσχέθηκαν αυτοκίνητο αν περάσει στις Πανελλήνιες, με τον όρο να περάσει σε σχολή της Θεσσαλονίκης.

Φυσικά, εκατοντάδες χιλιάδες είναι οι νέοι που ανήκουν στη «Γενιά των 700 ευρώ», όλων οι γονείς θέλουν να τους φροντίσουν, κάμποσοι από αυτούς τους γονείς είναι και ευκατάστατοι, αλλά δεν γίνονται όλα τα παιδιά χλιδάνεργοι.

Βλέπετε, είναι στη φύση του νέου να θέλει να αυτονομηθεί, να κάνει κάτι στηριγμένος στα δικά του ποδάρια, μόνος, ανεξάρτητος. Είναι μια ανθρώπινη ανάγκη αυτή. Στην πρώτη μου δουλειά προσελήφθην με μισθό 180.000 δραχμές το μήνα (520 ευρώ), εν έτει 2000, σε ηλικία 23 ετών, και ήμουν πανευτυχής. Εκστατικός. Ακόμα θυμάμαι το πρώτο ζευγάρι παπούτσια που πήρα με τα δικά μου λεφτά.

Μπορεί αυτό να ακούγεται λίγο «Βασιλάκης Καϊλας», αλλά η ανάγκη του ανθρώπου να κάνει πράγματα μόνος του -και κατά συνέπεια να αυτοεπιβεβαιωθεί ως αυτόνομη οντότητα- είναι πανίσχυρη.

Γιατί τότε τόσοι τριαντάρηδες καταπιέζουν αυτή την ανάγκη για να μείνουν στη σφιχτή και γεμάτη ασφάλεια αγκαλιά της τσέπης του μπαμπά;

Είναι απλό: Είναι αρρώστια.

Οι χλιδάνεργοι, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο είναι lifestyle junkies, που επιτρέπουν τον εθισμό τους στην ηδονιστική πλευρά της ζωής, κι ας εγκλωβίζονται έτσι σε μια αέναη εφηβεία.

«Δεν μπορώ να μην ψωνίζω. Δεν γίνεται», λέει μια άλλη φίλη, ας την πούμε Πόπη. «Είναι εθισμός, πηγαίνω στο Mall και θέλω να κατεβάσω τα ράφια, να τα δοκιμάσω όλα, να δώσω την κάρτα μου και να τα πάρω σπίτι μου. Η ντουλάπα μου είναι γεμάτη με ρούχα που δεν φοράω ποτέ, αλλά δεν μπορώ να σταματήσω να αγοράζω διαρκώς καινούρια. Το τηλέφωνό μου στο σπίτι είναι μονίμως κατεβασμένο για να μην με πρήζουν από την τράπεζα -χρωστάω πολλά στην κάρτα. Έχω φεσώσει συγγενείς μέχρι και τρίτου βαθμού, το χαρτζιλίκι με το που το παίρνω φεύγει, ο μισθός το ίδιο».

Υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορεί κανείς να καταλογίσει στην κοινωνία του υπερκαταναλωτισμού, και η ύπαρξη των χλιδάνεργων είναι ένα από αυτά. Αλλά δεν φταίνε οι τσάντες και τα παπούτσια αν η γυναίκα που τις ψωνίζει το κάνει με λεφτά που δεν έχει ή δεν έχει βγάλει με τον ιδρώτα της.

Ο σφιχτός-όσο-δεν-παίρνει εναγκαλισμός της ελληνικής οικογένειας, που αρνείται να αφήσει τα παιδιά της να ωριμάσουν, δημιουργεί σε συνδυασμό με όλες τις χαρές του lifestyle αυτούς τους αιώνιους εφήβους που προτιμούν να ζήσουν σήμερα ό,τι έχει να τους προσφέρει η ζωή (ο μπαμπάς), παρά να ταλαιπωρηθούν για να το απολαύσουν αύριο.

Ως στάση ζωής αυτή δεν είναι απολύτως καταδικαστέα. Αναρωτιέται όμως κανείς, όταν ο μπαμπάς (ζωή) πάψει να παρέχει, τι θα καταναλώσει ο χλιδάνεργος; Και, ακόμα χειρότερα: Τι θα καταναλώσουν τα παιδιά του;

Προς το παρόν οι χλιδάνεργοι εξακολουθούν να βγαίνουν, να ψωνίζουν, να ταξιδεύουν, να πηγαίνουν σε interviews για δουλειές που δεν χρειάζονται, καθώς ο χρόνος περνά χωρίς συνέπειες. Θα έρθουν συνέπειες στο μέλλον; Έλα ντε.

Είδα τη Μαρία πρόσφατα, καλοντυμένη, αψεγάδιαστη, σε ακριβό εστιατόριο να τρώει με τον -πολύ μεγαλύτερο- φίλο της. Ήταν μια χαρά: Χαρούμενη, ξεκούραστη και, ενάμιση χρόνο μετά το τέλος των σπουδών της, ακόμα χλιδάνεργη.

Νομίζω ότι θα τα πάει μια χαρά.

Πηγή: http://g700.blogspot.com/2007/10/blog-post_20.html

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2008

Κορυφαία χρηματιστηριακά ψέματα

Η πτώση είναι σχεδιασμένη για να μας πάρουν τα χαρτιά. Αν είχα όμως πουλήσει τα πάντα στα ψηλά και τα είχα αγοράσει και πάλι στα χαμηλά, δε θα ασχολιόμουνα πάλι με μετοχές!

Ο επενδυτής μοιάζει πολλές φορές με τον ψαρά. Πολλές ιστορίες, πολλές εμπειρίες, αλλά το πιάτο εκείνη την ημέρα μπορεί να είναι άδειο, επειδή εκείνη ήταν δήθεν η "πρώτη φορά" που όλα πήγαν στραβά. Συνήθως όλα πηγαίνουν στραβά σε πτωτική αγορά και όλα πρίμα σε ανοδική. Ο επενδυτής πιστεύει ότι τα καλά που του συμβαίνουν είναι αποτέλεσμα της δικής του ευφυΐας, ενώ για τα αρνητικά φταίει η κακή η στιγμή, μία λάθος πληροφορία, ένα κακόβουλο σχέδιο τρίτων...

Ωστόσο, επιμένει να δοκιμάζει την τύχη του καθημερινά. Όπως και ο ψαράς που περνάει ατελείωτες ώρες στην αποβάθρα με το καλάμι στο χέρι, ακόμη κι αν γνωρίζει ότι δεν υπάρχουν εκεί ψάρια.

Στην πραγματικότητα, πρόκειται για έναν τρόπο ζωής. Ο παίκτης δεν ενδιαφέρεται κατά βάθος για το ύψος του κέρδους ή της ζημίας, αρκεί να μη συμβεί κάτι που θα τον καταστήσει ανενεργό. Που θα του απαγορεύσει να ασχολείται με το πάθος του. Ναι, όπως και όλοι οι αλκοολικοί, οι παίκτες αρνούνται και πολύ συχνά με βία ότι έχουν εξάρτηση από το πάθος τους. Κι όσο δύσκολο είναι να κόψει το αλκοόλ ο αλκοολικός, άλλο τόσο δύσκολο είναι να σταματήσει να ασχολείται με το χρηματιστήριο ο "εξαρτημένος" επενδυτής.

Στους κύκλους των κάθε μορφής εξαρτημένων συνηθίζονται να λέγονται ψέματα. Όχι επί τούτου, επειδή θέλουν κάποιον να κοροϊδέψουν, αλλά διότι πολλές φορές οι μυθοπλασίες είναι ικανές να κρύψουν σε τρίτους τις αδυναμίες των ανθρώπων...

Συγκεντρώσαμε ορισμένα από τα "χρηματιστηριακά ψέματα". ‘Όχι για λόγους ιστορικής καταγραφής, αλλά επειδή όσα περισσότερα γνωρίζουμε για τις δυνατότητες και τις αδυναμίες μας, τόσο καλύτερες είναι οι πιθανότητες μας να γίνουμε καλύτεροι μαχητές στη χρηματιστηριακή αρένα.

- "Θα μας πάρουν τα χαρτιά"! Πίσω από κάθε πτώση βλέπουμε μία σκοτεινή συνομωσία που στόχο έχει να αγοράσουν τις δικές μας μετοχές. Τραπεζίτες, χρηματιστές και κερδοσκόποι δεν είχαν άλλη δουλειά από το να ξοδέψουν φαιά ουσία για το πως θα μας αναγκάσουν να πουλήσουμε τις δικές μας μετοχές.

- "Θα είχα γίνει πλούσιος αν...". Αν και αν, όλοι μας θα ήμασταν τώρα πλούσιοι. Δεν μπορούμε να καταλάβουμε ότι αυτό δε γίνεται! Το ίδιο το σύστημα επιβιώνει με βάση την πυραμοειδή ανάπτυξή του. Αν καταργήσουμε την πυραμοειδή ανάπτυξη δε θα έχουμε καπιταλισμό, αλλά κάτι άλλο...

- "Η μετοχή έχει ισχυρή στήριξη". Έχει αποδειχτεί ότι σε πτωτικές αγορές όλες οι μετοχές υποχωρούν, ανεξάρτητα από το πόσο "ισχυρά" θεωρούμε τα χέρια που κρατάνε τη μετοχή.

- "Θα τους τα ξαναπάρω πίσω"! Είναι η καλύτερη συνταγή για την απόλυτη καταστροφή μας. Κάποιος που έχει χάσει το 90% του κεφαλαίου του από το χρηματιστήριο, δεν έχει την ικανότητα να "τους τα πάρει". Το πολύ – πολύ να χάσει και τα υπόλοιπα.

- "Αγοράζω μετοχές, επειδή θέλω να είμαι συνέταιρος στα κέρδη της εταιρείας και να βοηθήσω στην ανάπτυξή της". Όποιος το λέει αυτό, προφανώς δεν έχει καταλάβει ακόμη που βρίσκεται και έχει μάθει το χρηματιστήριο από εγχειρίδια. Είμαστε στο χρηματιστήριο, για να κερδίσουμε, για να "πιούμε το αίμα των άλλων πριν εκείνοι ποιούν το δικό μας".

- "Έχω μία καλή πληροφορία". Τις περισσότερες φορές αποδεικνύεται ότι την ίδια καλή πληροφορία την είχαν πριν από εμάς πολλοί άλλοι. Ακόμη κι αν μία φορά στις δέκα φτάσουμε πρώτοι στην πηγή, είναι αμφίβολο αν αυτή η μία φορά φτάνει, για να καλύψει τις ζημίες από τις άλλες εννέα...

- "Θα αφήσω τις μετοχές στα παιδιά μου". Το λέμε συνήθως, όταν έχουμε κάνει μία λαθεμένη κίνηση και δε θέλουμε να πάρουμε τη ζημιά μας.

Είναι μερικά μόνο από αυτά που εμείς συγκεντρώσαμε. Ο κατάλογος είναι σίγουρα ατελείωτος. Όποιος θέλει, τον συμπληρώνει και εμείς θα... επανέλθουμε.

Αρθρογράφος: Θανάσης Μαυρίδης

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2008

Πουλάνε αέρα κοπανιστό και "εποπτεύουν" τις ζωές μας...

Οι κεντρικές τράπεζες δανείζουν τις κυβερνήσεις χρήματα που τυπώνουν με αντάλλαγμα ομόλογα. Δηλαδή, παράγουν χρήμα εκ του μηδενός. Πιστεύετε, αλήθεια, ότι θα αφήσουν μία τόσο κερδοφόρο επιχείρηση στην τύχη της;

Ας πούμε ότι εσείς είστε η κυβέρνηση και έρχεστε σε εμένα που είμαι η κεντρική τράπεζα. Θέλετε ρευστότητα και μου ζητάτε 10 δισ. ευρώ. Αμέσως δίνω εντολή στους υπαλλήλους του τυπογραφείου να ξεκινήσουν εργασία και την άλλη μέρα το πρωί έχετε στα θησαυροφυλάκιά σας ολόφρεσκα χαρτονομίσματα, συνολικής αξίας 10 δισ. ευρώ. Κι εγώ, η κεντρική τράπεζα, έχω στο δικό μου θησαυροφυλάκιο ένα άλλο κομμάτι χαρτί που το ονομάζουμε ομόλογο και το οποίο πιστοποιεί τη δική σας οφειλή.

Πάμε τώρα στο πιο ωραίο! Σας «τιμολογώ» για αυτή σας την οφειλή, αφού βάζω ένα επιτόκιο στο ομόλογο. Θα πείτε ότι αυτό είναι για τα «έξοδα», καθώς εργάστηκαν σκληρά και μάλιστα υπερωριακά τόσοι άνθρωποι, για να τυπώσουν τα νέα χαρτονομίσματα. Αλλά αυτό δεν ισχύει, αφού η ιστορία του τυπογραφείου είναι καθαρά... παραπλανητική! Στην πράξη, τα πάντα καθορίζονται με λογιστικές εγγραφές. Το ερώτημα, λοιπόν, παραμένει. Γιατί σας τιμολόγησα; Στην πραγματικότητα ανταλλάξαμε χαρτιά με χαρτιά και εγώ σας τιμολογώ. Τιμολογώ, δηλαδή, το κοινωνικό σύνολο...

Είναι η καλύτερα στημένη δουλειά στον πλανήτη! Η δημιουργία χρεών είναι η μεγαλύτερη και αποδοτικότερη βιομηχανία που έχει ποτέ στηθεί. Και σας ρωτάω: Τι τους εμποδίζει να συνεχίσουν να τυπώνουν χαρτιά και να δημιουργούν έτσι νέες οφειλές του κοινωνικού συνόλου προς αυτούς; Τίποτα! Αν το κάνουν, αν σταματήσουν να τροφοδοτούν το σύστημα με ρευστότητα και ως «αμοιβή» να αυξάνεται κάθε χρόνο το δημόσιο χρέος, θα είναι σαν να σταματάει ο ποδηλάτης να κάνει ποδήλατο. Κάποια στιγμή, λοιπόν, το ποδήλατο θα σταματήσει και ο ποδηλάτης θα σωριαστεί στο έδαφος.

Διαβάζουμε και ακούμε ότι το κύμα των κρατικών παρεμβάσεων στην Οικονομία είναι μία δημόσια και αυταπόδεικτη παραδοχή της αποτυχίας των φιλελεύθερων αντιλήψεων. Μα, το ίδιο πράγμα συνέβαινε και πριν. Απλά, τώρα, χρειάζεται ο ποδηλάτης να κάνει πιο γρήγορες πεταλιές, για να ανέβει την ανηφόρα.

Θα χρεοκοπήσουν, λέει, τράπεζες, επιχειρήσεις, νοικοκυριά. Αυτό συμβαίνει ήδη και θα συνεχίσει να συμβαίνει. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτές είναι οι παρενέργειες της δράσης του φαρμάκου, της συνεχούς δημιουργίας χρεών. Είναι σαν να δοκιμάζουμε ένα φάρμακο στον πληθυσμό και να κάνουμε την παραδοχή ότι το 5% θα αρρωστήσει ή θα πεθάνει. Δικαιολογούμε την απώλεια αυτή με το επιχείρημα ότι θα σώσουμε το υπόλοιπο 95%. Όλοι μας έχουμε στο μυαλό μας το νούμερο 95% και ξεχνάμε έτσι να ρωτήσουμε αν πράγματι χρειαζόμασταν το φάρμακο ή ποιες θα ήταν οι απώλειες, αν το φάρμακο δεν είχε κυκλοφορήσει στην αγορά.

Ας επιστρέψουμε στην αρχική ιδέα. Θα πείτε ότι οι κεντρικές τράπεζες ελέγχονται από το κράτος και έτσι δεν υπάρχει θέμα,, υπό την έννοια ότι το κράτος τιμολογεί το κράτος. Κι όμως! Εδώ είναι το θέμα! Υπάρχει λόγος να τιμολογήσετε εσείς το παιδί σας, γιατί αναπνέει τον ίδιο αέρα με εσάς; Μήπως το «μυστικό» βρίσκεται κάπου αλλού;

Εσείς, λοιπόν, που είστε η κυβέρνηση, παίρνετε το δάνειο. Τι θα το κάνετε; Θα το ρίξετε στην αγορά. Κι από εκεί και πέρα ξεκινάει ο κύκλος της κερδοσκοπίας. Τα χρήματα αυτά θα τα πάρουν οι τράπεζες, τα δικά σας χρήματα, και με βάση αυτά θα δώσουν νέα δάνεια, πολλαπλάσια της αρχικής αξίας του δικού σας δανείου. Με άλλα λόγια, όσα περισσότερα είναι τα δάνεια που παίρνουν οι κυβερνήσεις από τις κεντρικές τράπεζες, τόσο αυξάνεται η ρευστότητα στην αγορά, τόσα περισσότερα δάνεια δίνουν οι τράπεζες στους καταναλωτές, τόσο πιο δεσμευμένοι, πιο εξαρτημένοι είναι οι καταναλωτές απέναντι στις τράπεζες, στις κεντρικές τράπεζες και στις κυβερνήσεις τους.

Ναι, αλλά τώρα έχουμε κρίση και οι τράπεζες έχουν σταματήσει να δίνουν δάνεια. Πολύ σωστά. Αυτό δε σημαίνει όμως ότι θα σταματήσουν γενικώς να δίνουν δάνεια στο μέλλον! Σημαίνει ότι ήρθε η ώρα του λογαριασμού. Η ώρα της ανακατανομής του πλούτου. Όσοι δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους, θα χάσουν τα πάντα και όσοι μπορούν, θα συγκεντρώσουν ακόμη περισσότερο πλούτο στα χέρια τους.

Μην πιστεύετε στα σενάρια της απόλυτης καταστροφής. Το ίδιο το σύστημα δεν πρόκειται να αυτοκτονήσει. Το πολύ – πολύ να εφεύρει κι άλλους τρόπους, για να «εποπτεύει» την καθημερινότητά μας. Στο κάτω – κάτω της γραφής τι τους κοστίζει να ρίξουν στην αγορά όσα χρήματα χρειάζονται, για να ξεπεραστεί η κρίση; Τίποτα...

Αρθρογράφος: Θανάσης Μαυρίδης

Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2008

Μήπως τελικά δεν είναι το "ρευστό" αυτό που λείπει από την αγορά;

Οφείλω να ομολογήσω ότι μικρή είναι η αγωνία που με διακατέχει για το αν οι τράπεζες θα κάνουν ή όχι χρήση του πακέτου στήριξης των 28 δισ. ευρώ.

Ταπεινή μου άποψη είναι ότι η κρίση μάς φέρνει αντιμέτωπους όχι τόσο με εισαγόμενα προβλήματα όσο με εγγενείς και διαχρονικές αδυναμίες της χώρας μας. Και δεν χρειάζεται ρευστό για να διορθώσουμε τα ελληνικά κακώς κείμενα, πιστεύω. Τι χρειάζεται; Κοινός νους, αυτό το τόσο φθηνό μα τόσο σπάνιο χαρακτηριστικό με το οποίο φαίνεται ότι έχουμε πάρει ως χώρα οριστικά διαζύγιο και αρνούμαστε πεισματικά να συζητήσουμε έστω την επιλογή της μερικής συμβίωσης.

Η αγορά χρειάζεται χρήμα, λέμε, για να κινηθεί. Ο τόπος χρειάζεται επενδύσεις για να συνεχίσει να αναπτύσσεται, ώστε τουλάχιστον να διατηρηθούν αν όχι να αυξηθούν κιόλας οι θέσεις εργασίας. Και εγώ αναρωτιέμαι γιατί δεν κάνουμε αυτό που ο κοινούς νους θα υπαγόρευε; Γιατί, δηλαδή, δεν κάνουμε κάτι για να σταματήσουμε ως χώρα να διώχνουμε τους λίγους αυτούς ανθρώπους που συνεχίζουν να θέλουν να επενδύσουν εδώ; Δεν τολμώ να μιλήσω για προσέλκυση νέων επενδυτών. Ας κρατήσουμε έστω αυτούς που επιμένουν να ασχολούνται με αυτήν εδώ την ευλογημένη από το Θεό γωνία του κόσμου. Αντί να παρακαλάμε κάποιους να πάρουν τα λεφτά μας, γιατί δεν παίρνουμε εμείς τα λεφτά αυτών που μας παρακαλάνε να μας τα δώσουν;

Είναι τρελοί και ανθέλληνες οι Έλληνες επιχειρηματίες που προτιμούν να μπαινοβγαίνουν σε αεροπλάνα και να τρώνε τη ζωή τους σε αίθουσες αναμονής αεροδρομίων και λόμπι ξενοδοχείων, αντί να επενδύσουν στη χώρα τους; Δεν νομίζω. Βαρέθηκαν, κύριοι και πάνε και αυτοί αλλού μαζί με τους ξένους συναδέλφους τους, που αν δοκίμασαν Ελλάδα έρχονται ξανά μόνο για μουσακά, ήλιο και θάλασσα αλλά όχι για δουλειές. Πάνε εκεί που τους παρακαλάνε και τους φέρνουνε τα πάντα στην πόρτα του μαγαζιού τους.

Θα μιλήσω με ένα παράδειγμα. Είμαστε μία χώρα με σημαντικό ενεργειακό έλλειμμα. Την ίδια ώρα, η ΔΕΗ και πολύ περισσότεροι πολλοί ιδιώτες θέλουν και προσπαθούν με νύχια και με δόντια να προωθήσουν ενεργειακές επενδύσεις αξίας δις. ευρώ. Τα κεφάλαια είναι στην πόρτα μας και μας περιμένουν και εμείς τους απαντάμε «ελάτε ξανά του χρόνου...». Δεν κάνουμε αυτό που ο κοινός νους υπαγορεύει. Να γκρεμίσουμε τα συχνά γελοία εμπόδια που δεν αφήνουν τα κεφάλαια αυτά να περάσουν το κατώφλι μας. Ούτε τα κεφάλαια παίρνουμε, ενώ ταυτόχρονα και το ενεργειακό μας πρόβλημα διαιωνίζουμε και την εθνική μας ασφάλεια και αυτάρκεια υπονομεύουμε. Ο λιγνίτης μολύνει και εκτός αυτού κάποια στιγμή θα τελειώσει, άρα δεν τον θέλουμε. Τον λιθάνθρακα επίσης δεν τον θέλουμε γιατί κι αυτός μολύνει, ανεξάρτητα αν είναι φθηνός και μπορεί με μερική του χρήση να συνεχίσει να κρατά χαμηλά τα τιμολόγια της ΔΕΗ. Το φυσικό αέριο το θέλουμε κάπως αρκεί να μην είναι κοντά στη δική μας πόρτα. Και τέλος πάντων, να δεχθούμε περιβαλλοντικές ανησυχίες και τοπικές αντιδράσεις, δικαιολογημένες και μη. Μα ούτε τα αιολικά πάρκα και τις λοιπές Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας θέλουμε. Κι αυτά στο γείτονα να πάνε, λέμε. Και το επίσημο κράτος που θέτει στόχους και χρονοδιαγράμματα στέκεται θεατής, το μόνο που μετράει είναι το πολιτικό κόστος και δεν λύνει προβλήματα, δεν αίρει εμπόδια, δεν διευκολύνει. Κι όταν δεν μετράει το πολιτικό κόστος, δυστυχώς ζυγίζει το «λάδι» που θα λιπάνει τα γρανάζια της περίφημης ελληνικής γραφειοκρατίας.

Άλλο παράδειγμα. Οι μεγάλες επενδύσεις real estate. Δεν είναι δυνατόν να περιμένει ένας επενδυτής για 10 – 15 χρόνια για να του πούμε τελικά ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Ας του το πούμε εξαρχής. Ας θέσουμε κανόνες. Ας επιλέξουμε μέρη της χώρας μας όπου ο φυσικός πλούτος θα προστατευτεί απόλυτα και ας πούμε «εδώ δε συζητάμε τίποτα». Ας κάνουμε, όμως, κάτι. Δεν μπορεί ένας Δήμος να δεσμεύει επί χρόνια ένα οικόπεδο για χώρο πρασίνου, να μην αποζημιώνει τον ιδιοκτήτη του και ταυτόχρονα να απορρίπτει όλες τις προτάσεις δημιουργίας πρασίνου με αντάλλαγμα μερική ανοικοδόμηση. Ας αποζημιώσει τον ιδιοκτήτη και ας οργανώσει δενδροφύτευση. Μακάρι. Αλλά ας το κάνει.

Μήπως τελικά, αντί να ψάχνουμε τον τρόπο να πείσουμε σώνει και ντε τις τράπεζες να πάρουν μέρος στο πακέτο των 28 δις. ευρώ, θα έπρεπε να κάνουμε κάτι για να διευκολύνουμε αυτούς με τα περισσότερα ίσως δις. ευρώ που επιμένουν να θέλουν να τα επενδύσουν στον τόπο μας; Λέω, μήπως;

Αρθρογράφος: Κωνσταντίνος Λάμπρου